Το κάταγμα σκαφοειδούς είναι το συχνότερο είδος κατάγματος του καρπού. Συνήθως, οφείλεται σε πτώση στο έδαφος και στήριξη στο πάσχον χέρι, ενώ λιγότερο συχνά, μπορεί να συμβεί κατά τη βίαιη απόκλιση της πηχεοκαρπικής (επαγγελματικές ή αθλτικές δραστηριότητες).

Το κάταγμα σκαφοειδούς εκδηλώνεται με πόνο και οίδημα (πρήξιμο) στην κερκιδική πλευρά της πηχεοκαρπικής, στην πλευρά δηλαδή του αντίχειρα. Ο ορθοπαιδικός αναγνωρίζει την κάκωση, εντοπιζοντας το σημείο της έντονης ευαισθησίας στην ανατομική ταμβακοθήκη (βάση του αντίχειρα). Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος, αν και αρκετές φορές, το κάταγμα σκαφοειδούς δεν είναι πάντα ορατό σε μια απλή ακτινογραφία. Σε περιπτώσεις που απαιτείται επιπλέον έλεγχος, καταφεύγουμε στη διενέργεια αξονικής ή μαγνητικής τομοφραφίας.

Το κάταγμα σκαφοειδούς αντιμετωπίζεται συντηρητικά ή χειρουργικά, ανάλογα με τον τύπο του.

Ρωγμώδη, αποσπαστικά και απαρεκτόπιστα κατάγματα του άπω πόλου (περιφερικού άκρου) ή της μεσότητας του σκαφοειδούς αντιμετωπίζονται συντηρητικά (μη χειρουργικά). Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζεται γυψοεπίδεσμος (“γύψος”) που περιλαμβάνει τον αντίχειρα σε συγκεκριμένη θέση. Ο γυψοεπίδεσμος εφαρμόζεται για 6 εβδομάδες και στη συνέχεια, ανάλογα με τη μορφή και τη συντριπτικότητα του κατάγματος, αντικαθίσταται από λειτουργικό νάρθρηκα, ο οποίος εφαρμόζεται για άλλες 6 έως 12 περίπου εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό, ο ασθενής εντάσσεται αρχικά σε πρόγραμμα κινησιοθεραπείας και σταδιακά σε ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης. Παράλληλα, γίνεται τακτικός κλινικός και ακτινολογικός έλεγχος της πόρωσης του κατάγματος.

Συντριπτικά κατάγματα, κατάγματα με μεγάλη παρεκτόπιση και κατάγματα του εγγύς πόλου του σκαφοειδούς αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η χειρουργική θεραπεία συνίσταται στην οστεοσύνθεση του κατάγματος, την ανακατασκευή, δηλαδή, του σκαφοειδούς με κοχλία (μία βίδα). Με τον τρόπο αυτό, το κάταγμα σκαφοειδούς αποκαθίσταται εντελώς ανατομικά και αποφεύγονται μελλοντικές δραματικές επιπλοκές (αρθρίτιδα πηχεοκαρπικής). Επιπλέον, σε περιπτώσεις μεγάλης συντριβής, οπότε προκύπτει σοβαρό οστικό έλλειμμα, η οστεοσύνθεση μπορεί να γίνει σταθερότερη με τη χρήση μοσχεύματος. Το μόσχευμα λαμβάνεται από το χέρι (κερκίδα) ή τη λεκάνη (λαγόνιο) του ίδιου του ασθενούς και αναπλήρώνει το χαμένο οστικό υπόβαθρο εξαιτίας του κατάγματος. Μετεγχειρητικά, ο ασθενής φέρει νάρθηκα για λίγες εβδομάδες και εντάσσεται σε πρόγραμμα κινησιοθεραπείας και σταδιακής μυίκής ενδυνάμωσης.

Το βασικό κριτήριο για την εύστοχη διάγνωση, την επιτυχή αντιμετώπιση και την παρακολούθηση της πόρωσης ενός κατάγματος σκαφοειδούς, είναι η κλινική εικόνα του ασθενούς. Οποιαδήποτε εμμένουσα ευαισθησία στην ανατομική ταμβακοθήκη, θέτει στον ορθοπαιδικό χειρουργό την υποψία για κάταγμα σκαφοειδούς και αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο (αξονική, μαγνητική, σπινθηρογράφημα).

Ακόμα και με φυσιολογικό ακτινολογικό έλεγχο, όταν υπάρχει υποψία για κάταγμα σκαφοειδούς, ο ασθενής πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να έχει κάταγμα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:

  1. Το κάταγμα σκαφοειδούς δεν είναι εύκολα ορατό στις απλές ακτινογραφίες εξαιτίας του ιδιαίτερου σχήματός του. Είναι ημισεληνοειδές και ένα μέρος του επιπροβάλλει στο άλλο, με αποτέλεσμα, συχνά, να διαλάθει (ξεφεύγει της διάγνωσης) ένα κάταγμα.
  2. Η αιμάτωση του σκαφοειδούς έχει μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα οστά, η τροφοφόρος αρτηρία του σκαφοειδούς κατευθύνεται από την περιφέρει (άπω πόλος) προς το κέντρο (εγγύς πόλος). Επομένως, κατάγματα της μεσότητος και του εγγύς πόλου του σκαφοειδούς, έχουν πτωχή αιμάτωση και επομένως επισφαλή πόρωση.

Πηγή : orthopaidikos4u.gr